λῃστεύομαι

λῃστεύομαι
λῃστεύω
practise robbery
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ληστεύομαι — ληστεύομαι, ληστεύτηκα, ληστε(υ)μένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλοληστεύομαι — ληστεύομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν ληστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + ληστεύω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές …   Dictionary of Greek

  • πτερορρυώ — πτερορρυῶ, έω, ΝΜΑ (αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῑ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῑ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῑος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”